séquelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
séquelle séquelles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

séquelle (fr) θηλυκό

  1. η συνέπεια, το κατάλοιπο
  2. το κουσούρι