sérum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sérum sérums

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sérum (fr) αρσενικό