sésame

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sésame (fr) αρσενικό

  1. το σουσάμι (σπόρος)
  2. η σουσαμιά (φυτό)