słoń

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

słoń < πρωτοσλαβική slonъ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /swɔ̃ɲ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

słoń (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]