sałata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sałata sałaty
γενική sałaty sałat
δοτική sałacie sałatom
αιτιατική sałatę sałaty
οργανική sałatą sałatami
τοπική sałacie sałatach
κλητική sałato sałaty

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sałata (pl) θηλυκό