salt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
salt salts

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

salt (en)

  1. αλάτι
  2. (χημεία) άλας

Υπώνυμα[επεξεργασία]