salut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sa.ly/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
salut saluts

salut (fr) αρσενικό

  1. η σωτηρία
  2. o χαιρετισμός, τα χαιρετίσματα

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

salut (fr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
salut < λατινική salus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

salut (pl) αρσενικό

  1. χαιρετισμός με ομοβροντία
  2. στρατιωτικός χαιρετισμός