sans-abri
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sɑ̃.za.bʁi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sans-abri | sans-abri |
sans-abri (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- ο άστεγος