sapine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sapine < sapin
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sapine | sapines |
sapine (fr) θηλυκό
- (τεχνολογία) σανίδα από έλατο
ενικός | πληθυντικός |
sapine | sapines |
sapine (fr) θηλυκό