sapine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sapine < sapin

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sapine sapines

sapine (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]