saprophyte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
saprophyte saprophytes

saprophyte (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σαπρόφυτος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
saprophyte saprophytes

saprophyte (fr) αρσενικό

  1. τα σαπρόφυτα