saumâtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
saumâtre saumâtres

saumâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αποτελείται από μίγμα γλυκού και θαλασσινού νερού, υφάλμυρος, γλυφός
  2. πικρός, δυσάρεστος