saut à la perche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]saut à la perche (fr) αρσενικό άκλιτο
- το άλμα επί κοντώ, αγώνισμα του στίβου
saut à la perche (fr) αρσενικό άκλιτο