scheduling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scheduling (en)

  1. η χρονοδρομολόγηση
  2. ο (χρονικός) προγραμματισμός

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

scheduling (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • scheduling στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια