sciado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sciado < sci- + -ad- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sciado sciadoj
αιτιατική sciadon sciadojn

sciado (eo)

mi volas apliki mian sciadon pri fremdaj lingvoj
θέλω να εφαρμόσω τις γνώσεις μου σχετικά με τις ξένες γλώσσες