scolarité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
scolarité scolarités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scolarité (fr) θηλυκό