scolarité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scolarité | scolarités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scolarité (fr) θηλυκό
- η φοίτηση
ενικός | πληθυντικός |
scolarité | scolarités |
scolarité (fr) θηλυκό