scorn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

scorn (en)

  1. περιφρονώ, εκφράζω περιφρόνηση ή απέχθεια για κάποιον ή κάτι
  2. απορρίπτω περιφρονητικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scorn (en)