scream

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

scream < μέση αγγλική scræmen

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈskɹiːm/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /skɹim/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
scream screams

scream (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας scream
γ΄ ενικό ενεστώτα screams
αόριστος screamed
παθητική μετοχή screamed
ενεργητική μετοχή screaming

scream (en)