screw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
screw | screws |
screw (en)
- βίδα
- υπώνυμα: thumbscrew
- (ναυτικός όρος) η προπέλα ενός πλοίου
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | screw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | screws |
αόριστος | screwed |
παθητική μετοχή | screwed |
ενεργητική μετοχή | screwing |
screw (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- screw - Oxford Learner's Dictionaries
- screw - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)