screw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
screw screws

screw (en)

  1. βίδα
    υπώνυμα: thumbscrew
  2. (ναυτικός όρος) η προπέλα ενός πλοίου
ενεστώτας screw
γ΄ ενικό ενεστώτα screws
αόριστος screwed
παθητική μετοχή screwed
ενεργητική μετοχή screwing

screw (en)

  1. βιδώνω
  2. (χυδαίο) πηδάω
  3. (οικείο) ξεγελώ, απατώ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • screw - Oxford Learner's Dictionaries
  • screw - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)