second-hand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
second-hand < second + hand

Επίθετο

[επεξεργασία]

second-hand (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (για αντικείμενα) από δεύτερο χέρι, μεταχειρισμένος
  2. (για πωλητές) που ασχολείται με το εμπόριο μεταχειρισμένων

Επίρρημα

[επεξεργασία]

second-hand (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (συχνά κακόσημο) από δεύτερο χέρι, με έμμεσο τρόπο
    I learned the information second-hand.
    Έμαθα τις πληροφορίες από δεύτερο χέρι.