secrétaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- secrétaire < λατινική secretarium < secretus
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sə.kʁe.tɛʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
secrétaire | secrétaires |
secrétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o/η γραμματέας