secret

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός secret
συγκριτικός more secret
υπερθετικός most secret

secret (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
secret secrets

secret (en)

  1. το μυστικό, κάτι που το γνωρίζουν μόνο ένας ή λίγοι άνθρωποι και δεν το λένε σε άλλους
    Can you keep a secret?
    Κρατάς μυστικό;
    I don’t want her to know our secret.
    Δεν θέλω να ξέρει το μυστικό μας.
  2. το μυστικό, ο καλύτερος ή ο μοναδικός τρόπος για να πετύχω κάτι
    What is his secret for success?
    Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του;



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
secret < λατινική secretum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sə.kʁɛ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
secret secrets

secret (fr) αρσενικό

  1. το μυστικό
  2. η μυστικότητα
  3. διάλυμα νιτρικού υδράργυρου

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό secret secrets
θηλυκό secrète secrètes

secret (fr)