segmentation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

segmentation (en)

  1. κατάτμηση
      ενικός         πληθυντικός  
segmentation segmentations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

segmentation (fr) θηλυκό

  1. η διαίρεση σε τμήματα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη segment