seigneur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
seigneur | seigneurs |
seigneur (fr) αρσενικό (θηλυκό seigneuresse)
- (ιστορία) ο φεουδάρχης
- ο άρχοντας, ο αφέντης, ο ηγεμόνας
- (οικείο) αστειευόμενη, έτσι αποκαλεί μια γυναίκα τον σύζυγό της:
- mon seigneur et maître
- (θρησκεία) ο θεός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- conseigneur
- coseigneur, coseigneurie
- monseigneur, messeigneurs, monseigneuriser
- monsieur, monsieuriser
- nosseigneurs
- pince-monseigneur
- seigneuriage
- seigneurial
- seigneurie
- seigneurifier
- seigneuriser