selective
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | selective |
συγκριτικός | more selective |
υπερθετικός | most selective |
Επίθετο
[επεξεργασία]selective (en)
- σχετικός με τη διαδικασία της επιλογής
- εκλεκτικός
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious