seller

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

seller (en)

  1. ο πωλητής, η πωλήτρια
  2. κάτι που "πουλάει", που κάνει καλές πωλήσεις
    best seller



Προφορά

[επεξεργασία]
 

seller (fr)