selva

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Selva
ενικός πληθυντικός
selva selvas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

selva (es) αρσενικό