semelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
semelle semelles

semelle (fr) θηλυκό

  1. η σόλα, το πάτο
  2. το πέλμα θεμελίων