semi-conducteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
semi-conducteur < semi- + conducteur


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
semi-conducteur semi-conducteurs

semi-conducteur (fr) αρσενικό