seminator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
seminator < seminο, σπείρω.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

seminator (la) αρσενικό ο σπορέας

Ο σπορέας (1859) του Μιγιέ, Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστώνης.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]