senlaborularo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- senlaborularo < senlaborulo (άνεργος)+ aro (σύνολο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senlaborularo | senlaborularoj |
αιτιατική | senlaborularon | senlaborularojn |
senlaborularo (eo)
- το σύνολο των ανέργων