sergent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sergent < serjant < λατινική serviens, μετοχή του servire, υπηρετώ

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /sɛʁ.ʒɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sergent sergents

sergent (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) ο λοχίας
  2. (τεχνολογία) ο σφιγκτήρας ενός ξυλουργού

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet sergenz sergent
cas régime sergent sergenz

sergent αρσενικό

→ δείτε τη λέξη serjant