serviabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
serviabilité < serviable

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
serviabilité serviabilités

serviabilité (fr) θηλυκό