serviteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
serviteur < δημώδης λατινική servitor

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɛʁ.vi.tœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
serviteur serviteurs

serviteur (fr) αρσενικό

  1. ο υπηρέτης
     αντώνυμα: maître
  2. (μεταφορικά) (ειρωνικό) ο δούλος
     συνώνυμα: séide, valet
  3. στήριγμα για διάφορα χρήσιμα αντικείμενα
     συνώνυμα: valet