sessizlik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sessizlik < sessiz (σιωπηλός, ήσυχος) + -lik

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sessizlik (tr)