set foot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
set foot < → δείτε τις λέξεις set και foot

Έκφραση

[επεξεργασία]

set foot (en)

  • (ιδιωματισμός) μπαίνω ή επισκέπτομαι ένα μέρος
    He shall never set foot in my house again.
    Δεν θα ξαναμπεί (δεν θα ξαναπατήσει το πόδι του) στο σπίτι μου.