set to work
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]set to work (en)
- (ιδιωματισμός) βάλθηκα να, αρχίζω
- ↪ He set to work learning English.
- Βάλθηκα να μάθει αγγλικά.
- ↪ He set to work learning English.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- work (idioms): get (down) to/set to work - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω