seuil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
seuil seuils

seuil (fr) αρσενικό

  1. το κατώφλι
  2. το πρόθυρο