sexonomie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sexonomie | sexonomies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sexonomie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) (βιολογία) η μελέτη των νόμων που καθορίζουν τα φύλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη sexe