sexothérapie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sexothérapie < sexe + -thérapie

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sexothérapie sexothérapies

sexothérapie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη sexe