sexting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sexting < συμφυρμός των sex + texting (διακίνηση μηνυμάτων κειμένου)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sexting (en)
- (νεολογισμός) αποστολή, κυρίως μέσω κινητού τηλεφώνου, μηνυμάτων κειμένου (SMS) ή/και οπτικού υλικού (MMS) με υπαινικτικό ή ξεκάθαρα ερωτικό ή σεξουαλικό περιεχόμενο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ως απόδοση της λέξης στα ελληνικά χρησιμοιείται ενίοτε ο μεταγραμματισμός σέξτινγκ (→ δείτε και τη λέξη καυλαντίζω)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- sexting στην αγγλική Βικιπαίδεια
- sexting στη Βικιπαίδεια