sfera

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sfera (es)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sfera < λατινική sphaera < αρχαία ελληνική σφαῖρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sfera (it)

  1. (γεωμετρία) το γεωμετρικό στερεό όλα τα σημεία της επιφάνειας του οποίου ισαπέχουν από το κέντρο του
  2. ένας νοητός χώρος με μία χαρακτηριστική ιδιότητα
    η σφαίρα του φανταστικού, η σφαίρα του εφικτού, η σφαίρα των ιδεών
  3. (αστρονομία) η Γη είναι μια σφαίρα
  4. (μεταφορικά) πεδίο, περιοχή, τομέας
    Αυτό βγαίνει από την σφαίρα της αρμοδιότητάς μου
  5. (αθλητισμός) η μπάλα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • sfera στην ιταλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην ιταλική Βικιπαίδεια