shaft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃɑːft/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ʃæft/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shaft shafts
  1. ολόκληρο το σώμα ενός μακρόστενου όπλου (τόξο, ακόντιο κτλ)
  2. άξονας
  3. φρεάτιο
ενεστώτας shaft
γ΄ ενικό ενεστώτα shafts
αόριστος shafted
παθητική μετοχή shafted
ενεργητική μετοχή shafting
  1. (χυδαίο) γαμώ
  2. την φέρνω, εξαπατώ, ξεγελώ