shaft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shaft | shafts |
- ολόκληρο το σώμα ενός μακρόστενου όπλου (τόξο, ακόντιο κτλ)
- άξονας
- φρεάτιο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shaft |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shafts |
αόριστος | shafted |
παθητική μετοχή | shafted |
ενεργητική μετοχή | shafting |