shiver

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shiver shivers

shiver (en)

  1. το ρίγος
  2. το θραύσμα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shiver
γ΄ ενικό ενεστώτα shivers
αόριστος shivered
παθητική μετοχή shivered
ενεργητική μετοχή shivering

shiver (en)

  1. ριγώ, τρέμω
    I shiver from the cold - τρέμω απ' to κρύο
     συνώνυμα: shudder, shake
  2. σπάω σε κομμάτια