shopping

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
shopping shoppings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shopping (en)

  • τα ψώνια
    We went out shopping.
    Βγήκαμε για ψώνια.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

shopping (en)