shout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shout shouts

shout (en)

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρήματος shout (φωνάζω)
ενεστώτας shout
γ΄ ενικό ενεστώτα shouts
αόριστος shouted
παθητική μετοχή shouted
ενεργητική μετοχή shouting

shout (en)

  1. φωνάζω
     συνώνυμα: yell
  2. (οικείο) κερνάω