showing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
showing | showings |
showing (en)
- η προβολή έργου/ταινίας
- (συνήθως ενικός) η εμφάνιση, που δείχνει πόσο καλά ή πόσο άσχημα κάνει κάποιος ή κάτι
- ↪ Greece made a good showing at the Olympics.
- Η Ελλάδα έκανε καλή εμφάνιση στους Ολυμπιακούς.
- ↪ Greece made a good showing at the Olympics.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]showing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του show
Πηγές
[επεξεργασία]- showing - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 287. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμφάνιση