shul

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
shul < νοτιοσλαβικής προέλευσης *šulo «πάσσαλος, στύλος, κοντάρι», συγγενές με το σερβοκροατικά šȗlj και το ρωσικά шу́ло (ru) (šúlo) «πάσσαλος φράκτη».[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shul (en) αρσενικό (οριστικός τύπος: shuli) (πληθυντικός shule)

  1. πάσσαλος
  2. δοκάρι, πάτερο
  3. στύλος
  4. κοντάρι
  5. κατάρτι
  6. κορυφή
  7. λόφος
  8. ζυγός

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, Brill, Λέιντεν – Βοστώνη, 1998, σελ. 445.