shutter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
shutter shutters

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shutter (en)

  1. παντζούρι, παραθυρόφυλλο
  2. (τεχνολογία) κλείστρο μηχανών (φωτογραφικών, λήψης εικόνας, όπλων)