shy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός shy
συγκριτικός shier / more shy
υπερθετικός shiest / most shy

shy (en)

  • ντροπαλός, συνεσταλμένος, η ντροπή
    Why were you so shy in company yesterday?
    Γιατί ήσουν τόσο ντροπαλός στην παρέα χθες;
    Stop being shy and go talk to your professor.
    Άσε τις ντροπές και πήγαινε να μιλήσεις στον καθηγητή σου.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

shy (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shy (en)