sieć
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sieć | sieci |
γενική | sieci | sieci |
δοτική | sieci | sieciom |
αιτιατική | sieć | sieci |
οργανική | siecią | sieciami |
τοπική | sieci | sieciach |
κλητική | sieci | sieci |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sieć (pl) θηλυκό